Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
συζητητικός [agg.] συλλαβή [s. femm.]
συζητούμενος [agg.] συλλαβίζω (συλλάβισα...
συζητώ {συζητάς κ... συλλαβικός [agg.]
συζητών [s. masch.] συλλαβισμός [s. masch.]
συζυγής {συζυγ-ούς... σύλλαβος [s. masch.]
συζυγία {συζυγιών} συλλαμβάνω {συνέλ-αβα...
συζυγικά [avv.] συλλέγω {συνέλ-εξα...
συζυγικός [agg.] συλλέκτης {συλλεκτών...
συζυγοκτονία [s. femm.] συλλήβδην [avv.]
συζυγοκτόνος [s. masch.] συλληπτήριος [agg.]
σύζυγος {συζύγ-ου ... σύλληψη {-ης κ. -ή...
συζώ [-είς, -εί... συλλογέας {συλλογ-εί...
σύθαμπο [s. nt.] συλλογή [s. femm.]
συκαμινιά [s. femm.] συλλογιέμαι αόρ. συλλο...
συκιά [s. femm.] συλλογίζομαι (συλλογ-ίσ...
σύκο [s. nt.] συλλογιζόμενος [agg.]
συκοφαντημένος [agg.] συλλογικά [avv.]
συκοφάντης {συκοφαντώ... συλλογικός [agg.]
συκοφάντηση {-ης κ. -ή... συλλογισμένα [avv.]
συκοφαντία {συκοφαντι... συλλογισμένος [agg.]
συκοφαντικός [agg.] συλλογισμός [s. masch.]
συκοφαντώ [-είς, -εί... συλλογιστικά [avv.]
συκώτι {συκωτ-ιού... συλλογιστική [s. femm.]
σύληση {-ης κ. -ή... συλλογιστικός [agg.]
συλλαβαίνω (συνέλαβα,... σύλλογος {συλλόγ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: