Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σύγχνοτρον [s. nt.] συγχωρήσιμος [agg.]
συγχορδία {συγχορδιώ... συγχωρητέος [agg.]
σύγχρο–κύκλοτρον [s. nt.] συγχωρώ {συγχωρείς...
σύγχρονα [avv.] συδαυλίζω [v. trans.]
συγχρονία {συγχρονιώ... σύδεντρο [s. nt.]
συγχρονίζω {συγχρόνισ... συζευγνύω {συνέζευ-ξ...
συγχρονικός [agg.] σύζευξη {-ης κ. -ε...
συγχρονισμένος [agg.] συζητημένος [agg.]
συγχρονισμός [s. masch.] συζήτηση {-ης κ. -ή...
συγχρονιστικός [agg.] συζητήσιμος [agg.]
σύγχρονος [agg.] συζητητής {συζητητρι...
συγχρόνως [avv.] συζητητικός [agg.]
συγχρωτίζομαι (συγχρωτ-ί... συζητούμενος [agg.]
συγχρωτισμός [s. masch.] συζητώ {συζητάς κ...
συγχύζομαι [v.] συζητών [s. masch.]
συγχύζω (σύγχ-υσα,... συζυγής {συζυγ-ούς...
σύγχυση {-ης κ. -ύ... συζυγία {συζυγιών}
συγχυσμένος [agg.] συζυγικά [avv.]
συγχωνευμένος [agg.] συζυγικός [agg.]
συγχωνεύομαι [v.] συζυγοκτονία [s. femm.]
συγχώνευση {-ης κ. -ε... συζυγοκτόνος [s. masch.]
συγχωνεύω {συγχώνευ-... σύζυγος {συζύγ-ου ...
συγχωρεμένος [agg.] συζώ [-είς, -εί...
συγχώρεση {-ης κ. -ή... σύθαμπο [s. nt.]
συγχώρηση {-ης κ. -ή... συκαμινιά [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: