Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
συγκερασμός [s. masch.] συγκλονιστικός [agg.]
συγκεφαλαιώνω {συγκεφαλα... συγκόβω [v.]
συγκεφαλαίωση [s. femm.] συγκοινωνία {συγκοινων...
συγκεφαλαιωτικός [agg.] συγκοινωνίες [sost femm. pl.]
συγκεχυμένος [agg.] συγκοινωνώ {συγκοινων...
συγκινημένος [agg.] συγκολλημένος [agg.]
συγκίνηση {-ης κ. -ή... συγκόλληση {-ης κ. -ή...
συγκινησία {συγκινησι... συγκολλήσιμος [agg.]
συγκινησιακός [agg.] συγκολλητής [s. masch.]
συγκινητικός [agg.] συγκολλητικό [s. nt.]
συγκινούμαι μππ. συγκι... συγκολλητικός [agg.]
συγκινώ {συγκινείς... συγκολλητίνη [s. femm.]
σύγκλειση {-ης κ. -ε... συγκολλούμαι [v.]
συγκληρονόμος [s. masch. e femm.] συγκολλώ {συγκολλάς...
σύγκληση {-ης κ. -ή... συγκομιδή [s. femm.]
συγκλητικός [agg.] συγκομίζω (συγκόμ-ισ...
σύγκλητος {συγκλήτ-ο... συγκοπή [s. femm.]
συγκλινικός [s. masch.] συγκόπτω (μόνο στον...
συγκλίνω {συνέκλινα... συγκρατημένα [avv.]
συγκλίνων [agg.] συγκρατημένος [agg.]
σύγκλιση {-ης κ. -ί... συγκράτηση {-ης κ. -ή...
συγκλονίζομαι [v.] συγκρατητικός [agg.]
συγκλονίζω {συγκλόνισ... συγκρατιέμαι μππ. συγκρ...
συγκλονισμένος [agg.] συγκρατούμαι μππ. συγκρ...
συγκλονισμός [s. masch.] συγκρατούμενος {συγκρατου...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: