Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
στριφώνω {στρίφω-σα... στρογγυλωπός [agg.]
στρίψιμο [s. nt.] στρόμβος [s. masch.]
στροβιλίζομαι (συνήθ. πα... στρούγκα {χωρ. γεν....
στροβιλιζόμενος [agg.] στρουθί {στρουθ-ιο...
στροβιλίζω {στροβίλισ... στρουθιόμορφα [s. nt. pl.]
στροβίλισμα [s. nt.] στρουθοκαμηλισμός [s. masch.]
στροβιλισμός [s. masch.] στρουκτούρα {χωρ. γεν....
στροβιλοαντλία [s. femm.] στρουκτουραλιστής [s. masch.]
στροβιλογεννήτρια {στροβιλογ... στρουκτουραλιστικός [agg.]
στροβιλοειδής [agg.] στρουμπουλός [agg.]
στροβιλοειδώς [avv.] στροφαλοθάλαμος [s. masch.]
στροβιλοκινητήρας [s. masch.] στρόφαλος {στροφάλ-ο...
στρόβιλος {στροβίλ-ο... στροφανθίνη [s. femm.]
στροβιλοσυμπιεστής [s. masch.] στροφέας {στροφ-είς...
στροβιλώδης [agg.] στροφείο [s. nt.]
στροβοσκοπία {χωρ. πληθ... στροφή [s. femm.]
στροβοσκοπικός [agg.] στρόφιγγα {στροφίγγω...
στροβοσκόπιο {στροβοσκο... στροφοδίνη {στροφοδιν...
στρογγυλάδα [s. femm.] στροφοδινούμαι [-είσαι, -...
στρογγύλεμα [s. nt.] στροφόμετρο {στροφομέτ...
στρογγυλεμένος [agg.] στροφορμή [s. femm.]
στρογγυλεύω {στρογγύλ-... στρυφνά [s. femm.]
στρογγυλός [agg.] στρυφνάδα [s. femm.]
στρογγυλότητα [s. femm.] στρυφνός [agg.]
στρογγυλούτσικος [agg.] στρυφνότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: