Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
στράτευση {-ης κ. -ε... στρατοπεδευμένος [agg.]
στρατεύσιμος {στρατευσί... στρατοπέδευση [s. femm.]
στρατηγείο [s. nt.] στρατοπεδεύω {στρατοπέδ...
στρατήγημα {στρατηγήμ... στρατόπεδο {στρατοπέδ...
στρατηγική [s. femm.] στρατός [s. masch.]
στρατηγικός [agg.] στρατόσφαιρα [s. femm.]
στρατηγός [s. masch.] στρατοσφαιρικός [agg.]
στρατιά [s. femm.] στρατουλίζω {στρατούλι...
Στρατικοποίηση [s. femm.] στρατώνα {χωρ. γεν....
στρατικοποιώ [v.] στρατώνας [s. masch.]
στρατιωτάκι {χωρ. γεν.... στρατωνίζομαι [v. pass.]
στρατιώτης {στρατιωτώ... στρατωνίζω {στρατώνισ...
στρατιωτικό [s. nt.] στρατωνισμός [s. masch.]
στρατιωτικός [agg.] στράφι [avv.]
στρατιωτίνα {χωρ. γεν.... στρεβλά [avv.]
στρατοδικείο [s. nt.] στρεβλός [agg.]
στρατοκόπος [s. masch.] στρεβλότητα [s. femm.]
στρατοκρατία {χωρ. πληθ... στρεβλωμένος [agg.]
στρατολάτης {στρατολατ... στρεβλώνω {στρέβλω-σ...
στρατολόγηση [s. femm.] στρέβλωση {-ης κ. -ώ...
στρατολογία {χωρ. πληθ... στρείδι {στρειδ-ιο...
στρατολόγος [s. masch.] στρειδοκαλλιέργεια [s. femm.]
στρατολογούμαι [v. pass.] στρεπτικός [agg.]
στρατολογώ {στρατολογ... στρεπτοκοκκαιμία [s. femm.]
Στρατόπαυση [s. femm.] στρεπτοκοκκίαση {-ης κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: