Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
στόμιο {στομί-ου ... στουπί {στουπ-ιού...
στόμφος {χωρ. πληθ... στούπωμα {στουπώμ-α...
στομφώδης {στομφώδ-ο... στουπωμένος [agg.]
στόμωμα [s. nt.] στουπώνω {στούπω-σα...
στομωμένα [avv.] στουρνάρι {στουρναρ-...
στομωμένος [agg.] στουρναρόπετρα [s. femm.]
στομώνω {στόμω-σα,... στούρνος [s. masch.]
στόμωση [s. femm.] στόφα {χωρ. πληθ...
στον [prep.] στοχάζομαι {στοχάσ-τη...
στοναχή [s. femm.] στόχαση [s. femm.]
στοπ [s. nt.] στοχασιά {χωρ. πληθ...
στορ [s. nt.] στοχασμός [s. masch.]
στοργή {χωρ. πληθ... στοχαστής [s. masch.]
στοργικά [avv.] στοχαστικά [avv.]
στοργικός [agg.] στοχαστικός [agg.]
στοργικότητα [s. femm.] στόχαστρο {στοχάστρ-...
στόρι {χωρ. γεν.... στόχευση [s. femm.]
στόρισμα [s. nt.] στοχεύω {στόχευσα}
στου [prep.] στόχος [s. masch.]
στουμπίζω {στούμπισ-... στραβά [s. nt. pl.]
στούμπωμα [s. nt.] στραβάδι {χωρ. γεν....
στουμπωμένος [agg.] στραβικός [agg.]
στουμπώνω {στούμπω-σ... στραβισμός {χωρ. γεν....
στούντιο [s. nt.] στραβοδίβολος [agg.]
στουπέτσι {χωρ. γεν.... στραβοκάνης [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: