Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
στερεός [agg.] στερημένος [agg.]
στερεοσκοπία {χωρ. πληθ... στέρηση {-ης κ. -ή...
στερεοσκοπικός [agg.] στερητικός [agg.]
στερεοσκόπιο {στερεοσκο... στεριά [s. femm.]
στερεότητα [s. femm.] στεριά! [int.]
στερεοτροπισμός [s. masch.] στεριανός [s. masch.]
στερεοτυπία {χωρ. πληθ... στέριωμα [s. nt.]
στερεότυπο {στερεοτύπ... στεριώνω (στερέ-ωσα...
στερεοτυπογράφος [s. masch.] στερκοχολίνη [s. femm.]
στερεότυπος [agg.] στερλίνα [s. femm.]
στερεοτυπώνω [v.] στέρνα {χωρ. γεν....
στερεοφωνία {χωρ. πληθ... στερνικός [agg.]
στερεοφωνικός [agg.] στέρνο [s. nt.]
στερεοφωτογραμμετρία [s. femm.] στερνογέννητο [s. nt.]
στερεοφωτογραφία {στερεοφωτ... στερνοπαίδι {χωρ. γεν....
στερεοχημεία {χωρ. πληθ... στερνοπούλι [s. nt.]
στερεοχημικός [agg.] στερνός [agg.]
στερεύω {στέρε-ψα,... στέρξιμο [s. nt.]
στερέωμα {στερεώματ... στεροειδές [s. nt.]
στερεωμένος [agg.] στερόλη [s. femm.]
στερεώνομαι [v.] στερούμαι μππ. στερη...
στερεώνω {στερέω-σα... στερούμενος [agg.]
στερέωση {-ης κ. -ώ... στερρός [agg.]
στερεωτής [s. masch.] στερώ {στερείς.....
στερεωτικός [agg.] στέφανα {στεφάνων}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: