Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σταχτής [agg.] στέγαση [s. femm.]
σταχτοδοχείο [s. nt.] στέγασμα [s. nt.]
Σταχτοπούτα [s. femm.] στέγαστρο [s. nt.]
στάχυ {σταχ-υού ... στέγη {στεγών}
στάχυασμα [s. nt.] στέγνα [s. femm.]
σταχυολόγημα [s. femm.] στεγνά [avv.]
σταχυολογώ {σταχυολογ... στεγνοκαθαριστήριο {στεγνοκαθ...
στάχωση {-ης κ. -ώ... στεγνός [agg.]
στεατικός [agg.] στεγνότητα η (χωρίς π...
στεατίνη [s. femm.] στέγνωμα [s. nt.]
στεατοκηρίο [s. nt.] στεγνωμένος [agg.]
στεατοπυγία {χωρ. γεν.... στεγνώνω {στέγνω-σα...
στεατοπυγικός [agg.] στέγνωση [s. femm.]
στεατώδης {στεατώδ-ο... στεγνωτήρας [s. masch.]
στεάτωση {-ης κ. -ώ... στεγνωτήριο {στεγνωτηρ...
στεγάζω (στέγ-ασα,... στεγνωτικός [agg.]
στεγανόποδα [s. nt. pl.] στεγόσαυρος [s. masch.]
στεγανόποδο [s. nt.] στειλεός [s. masch.]
στεγανόποδος [agg.] στειλιάρι [s. nt.]
στεγανοποιημένος [agg.] στειλιαρώνω [v.]
στεγανοποίηση [s. femm.] στειροποιώ [-είς, -εί...
στεγανοποιητικός [agg.] στείρος [agg.]
στεγανοποιώ [-είς, -εί... στειρότητα [s. femm.]
στεγανός [agg.] στειρώνω {στείρω-σα...
στεγανότητα [s. femm.] στείρωση {-ης κ. -ώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: