Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σταύρωση {-ης κ. -ώ... σταχτής [agg.]
σταυρωτά [avv.] σταχτοδοχείο [s. nt.]
σταυρωτής {-ές κ. -ή... Σταχτοπούτα [s. femm.]
σταυρωτός [agg.] στάχυ {σταχ-υού ...
σταφίδα [s. femm.] στάχυασμα [s. nt.]
σταφιδιάζω {σταφίδιασ... σταχυολόγημα [s. femm.]
σταφίδιασμα [s. nt.] σταχυολογώ {σταχυολογ...
σταφιδιασμένος [agg.] στάχωση {-ης κ. -ώ...
σταφιδόψωμο [s. nt.] στεατικός [agg.]
στάφνη [s. femm.] στεατίνη [s. femm.]
σταφνίζω (στάφνισα) στεατοκηρίο [s. nt.]
στάφνισμα [s. nt.] στεατοπυγία {χωρ. γεν....
σταφυλή [s. femm.] στεατοπυγικός [agg.]
σταφύλι {σταφυλ-ιο... στεατώδης {στεατώδ-ο...
σταφυλικός [agg.] στεάτωση {-ης κ. -ώ...
σταφυλίτιδα [s. femm.] στεγάζω (στέγ-ασα,...
σταφυλοκοκκίαση {-ης κ. -ά... στεγανόποδα [s. nt. pl.]
σταφυλοκοκκικός [agg.] στεγανόποδο [s. nt.]
σταφυλοπιεστήριο [s. nt.] στεγανόποδος [agg.]
σταφύλωμα [s. nt.] στεγανοποιημένος [agg.]
σταχολόγημα [s. nt.] στεγανοποίηση [s. femm.]
σταχολογώ [-είς, -εί... στεγανοποιητικός [agg.]
σταχομαζώχτρα [s. femm.] στεγανοποιώ [-είς, -εί...
στάχτες [sost femm. pl.] στεγανός [agg.]
στάχτη [s. femm.] στεγανότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: