Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σπινθηροβολώ [-είς, -εί... σπλαγχνικός [agg.]
σπινθηρογράφημα {σπινθηρογ... σπλαγχνοκράνιο [s. nt.]
σπινθηρογραφία {σπινθηρογ... σπλαγχνολογία {χωρ. πληθ...
σπινθηρόμετρο [s. nt.] σπλάχνα [s. nt. pl.]
σπιουνάρω [v.] σπλαχνίζομαι {σπλαχνίστ...
σπιουνιά [s. femm.] σπλαχνικός [agg.]
σπιούνος {χωρ. γεν.... σπλάχνο [s. nt.]
σπιράλ [s. nt.] σπλήνα {σπληνών}
σπιρίτσουαλς [s. nt. pl.] σπληναλγία {σπληναλγι...
σπιρούνι {σπιρουν-ι... σπληνεκτομία {σπληνεκτο...
σπιρουνιά [s. femm.] σπληνικός [agg.]
σπιρουνίζω (σπιρούν-ι... σπληνίο [s. nt.]
σπιρούνισμα [s. nt.] σπληνίτιδα {χωρ. πληθ...
σπιρτάδα {χωρ. πληθ... σπληνομεγαλία {χωρ. πληθ...
σπίρτο [s. nt.] σπογγίζω (σπούγγ-ισ...
σπιρτόζος [agg.] σπόγγοι [s. masch. pl.]
σπιρτόκουτο [s. nt.] σπόγγος [s. masch.]
σπίτι {σπιτ-ιού ... σπογγώδη [s. nt. pl.]
σπιτικό [s. nt.] σπογγώδης {σπογγώδ-ο...
σπιτικός [agg.] σποδός [s. femm.]
σπιτίσιος [agg.] σπολλάτη [int.]
σπιτονοικοκυρά [s. femm.] σπονδειακός [agg.]
σπιτονοικοκύρης {σπιτονοικ... σπονδή [s. femm.]
σπίτωμα [s. nt.] σπονδυλαρθρίτιδα [s. femm.]
σπιτωμένη [s. femm.] σπονδυλικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: