Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σπίθα {σπιθών} σπινθηρογράφημα {σπινθηρογ...
σπιθαμή [s. femm.] σπινθηρογραφία {σπινθηρογ...
σπιθαμιαίος [agg.] σπινθηρόμετρο [s. nt.]
σπιθίζω {σπίθισα} ... σπιουνάρω [v.]
σπίθισμα [s. nt.] σπιουνιά [s. femm.]
σπιθοβόλημα [s. nt.] σπιούνος {χωρ. γεν....
σπιθοβολώ {σπιθοβολε... σπιράλ [s. nt.]
σπιθουράκι [s. nt.] σπιρίτσουαλς [s. nt. pl.]
σπιθούρι {σπιθουρ-ι... σπιρούνι {σπιρουν-ι...
σπίκερ {άκλ.} σπιρουνιά [s. femm.]
σπιλιάδα [s. femm.] σπιρουνίζω (σπιρούν-ι...
σπίλος [s. masch.] σπιρούνισμα [s. nt.]
σπιλωμένος [agg.] σπιρτάδα {χωρ. πληθ...
σπιλώνομαι [v.] σπίρτο [s. nt.]
σπιλώνω {σπίλω-σα,... σπιρτόζος [agg.]
σπίλωση [s. femm.] σπιρτόκουτο [s. nt.]
σπινάρισμα [s. nt.] σπίτι {σπιτ-ιού ...
σπινθήρας [s. masch.] σπιτικό [s. nt.]
σπινθηρίζω {σπινθήρισ... σπιτικός [agg.]
σπινθηρίζων [agg.] σπιτίσιος [agg.]
σπινθηρισμός [s. masch.] σπιτονοικοκυρά [s. femm.]
σπινθηριστής [s. masch.] σπιτονοικοκύρης {σπιτονοικ...
σπινθηροβόλημα {σπινθηροβ... σπίτωμα [s. nt.]
σπινθηροβόλος [agg.] σπιτωμένη [s. femm.]
σπινθηροβολώ [-είς, -εί... σπλαγχνικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: