Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σκώληκας [s. masch.] Σλοβακία [s. femm.]
σκωληκόβρωτος [agg.] σλοβακικός [agg.]
σκωληκοειδής {σκωληκοει... Σλοβάκος [s. masch.]
σκωληκοειδίτιδα [s. femm.] Σλοβενία [s. femm.]
σκώμμα {σκώμμ-ατο... σλοβενικός [agg.]
σκωπτικός [agg.] Σλοβένος [s. masch.]
σκώπτω {μόνο σε ε... σλόγκαν [s. nt.]
σκωρία [s. femm.] σμάλτο [s. nt.]
Σκωτία [s. femm.] σμάλτωμα [s. nt.]
Σκώτος [s. masch.] σμαλτωμένος [agg.]
Σκωτσέζα [s. femm.] σμαλτώνω {σμάλτω-σα...
σκωτσέζικος [agg.] σμάλτωση [s. femm.]
Σκωτσέζος [s. masch.] σμαράγδι [s. nt.]
σκωψ {σκωπός} σμάρι {δύσχρ. σμ...
σλαβικός [agg.] σμεουριά [s. femm.]
σλαβισμός [s. masch.] σμέουρο [s. nt.]
σλαβολογία [s. femm.] σμέρνα {σμερνών}
Σλάβος [s. masch.] σμήγμα {σμήγμ-ατο...
σλαβοφιλία [s. femm.] σμηγματογόνος [agg.]
σλαβόφιλος [agg.] σμηγματόρροια {χωρ. πληθ...
σλαβόφωνος [agg.] σμηγματορροϊκός [agg.]
σλάιντ [s. nt.] σμηγματώδης [agg.]
σλάλομ [s. nt.] σμηναγός [s. masch.]
σλιπ [s. nt.] σμηνίας {σμηνιών}
σλιπάκι [s. nt.] σμήνος {σμήν-ους ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: