Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σκηπτουχία [s. femm.] σκιερότητα [s. femm.]
σκηπτούχος [agg.] σκίζα [s. femm.]
σκήπτρο [s. nt.] σκίζομαι [v.]
σκήτη {σκητών} σκίζω (έσκισα, σ...
σκι [s. nt.] σκίνος [s. masch.]
σκιά [s. femm.] σκίουρος {σκιούρ-ου...
σκιαγράφημα {σκιαγραφή... σκιόφως το Ο γεν. ...
σκιαγράφηση [s. femm.] σκιοφωτισμός [s. masch.]
σκιαγραφία {σκιαγραφι... σκιόφωτο [s. nt.]
σκιαγραφικός [agg.] σκιρρώδες [s. nt.]
σκιαγραφούμαι [v.] σκιρρώδης [agg.]
σκιαγραφώ {σκιαγραφε... σκίρτημα {σκιρτήμ-α...
σκιάδα {σκιαδ-ιού... σκιρτώ {σκιρτάς.....
σκιαδιοειδής [agg.] σκισιματιά [s. femm.]
σκιαζάρης [agg.] σκίσιμο [s. nt.]
σκιάζομαι [v. pass.] σκισμάδα [s. femm.]
σκιάζω {σκίασ-α, ... σκισμένος [agg.]
σκιάξιμο [s. nt.] σκισμή [s. femm.]
σκίαση {-ης κ. -ά... σκιστός [agg.]
σκίασμα {σκιάσμ-ατ... σκιτζής {σκιτζήδες...
σκιασμένος [agg.] σκιτσάρισμα [s. nt.]
σκίαστρον [s. nt.] σκιτσαρισμένος [agg.]
σκιάχτρο [s. nt.] σκιτσάρω {σκίτσαρ-α...
σκιέρ {άκλ.} σκίτσο [s. nt.]
σκιερός [agg.] σκιφ [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: