Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σκελιαίος [agg.] σκευάζω {σκεύασ-α,...
σκελίδα [s. femm.] σκευασία [s. femm.]
σκέλος {σκέλ-ους ... σκευή {χωρ. πληθ...
σκεμπές {σκεμπέδες... σκευοθήκη {σκευοθηκώ...
σκεπάζομαι [v. pass.] σκεύος {σκεύ-ους ...
σκεπάζω {σκέπασ-α,... σκευοφόρος [s. femm.]
σκέπασμα {σκεπάσμ-α... σκευοφύλακας {σκευοφυλά...
σκεπασμένος [agg.] σκευοφυλάκιο {σκευοφυλα...
σκεπαστή [s. femm.] σκευωρία {σκευωριών...
σκεπαστός [agg.] σκευωρός [s. masch. e femm.]
σκέπαστρο {σκεπάστρ-... σκευωρώ {σκευωρείς...
σκέπη {σκεπών} σκέφτομαι αόρ. σκέφτ...
σκεπή [s. femm.] σκέψη {-ης κ. -ε...
σκεπτικισμός [s. masch.] σκηνές [sost femm. pl.]
σκεπτικιστής [s. masch.] σκηνή [s. femm.]
σκεπτικιστικός [agg.] σκηνικό [s. nt.]
σκεπτικός [agg.] σκηνικός [agg.]
σκεπτικότητα [s. femm.] σκηνογραφία {συνήθ. χω...
σκέπτομαι {σκέφ-τηκα... σκηνογραφικός [agg.]
σκεπτόμενος [agg.] σκηνογράφος [s. masch. e femm.]
σκέρτσο [s. nt.] σκηνοθεσία {συνήθ. χω...
σκερτσόζα {χωρ. γεν.... σκηνοθέτης {σκηνοθετώ...
σκερτσόζικα [avv.] σκηνοθετώ {σκηνοθετε...
σκερτσόζος {χωρ. γεν.... σκηνώ [-οίς, -οί...
σκέτος [agg.] σκήνωμα {σκηνώμ-ατ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: