Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σιρίτι {σιριτ-ιού... σιτοδεία {σιτοδειών...
σιρίτια [s. nt. pl.] σιτοκαλλιέργεια {σιτοκαλλι...
σιρόκος {χωρ. πληθ... σιτοπαραγωγός [s. masch.]
σιρόπι {σιροπ-ιού... σίτος [s. masch.]
σιροπιάζω {σιρόπιασ-... σιτοφόρος [agg.]
σιροπιασμένος [agg.] σιφόν [s. nt.]
Σίσυφος {-ου κ. -ύ... σιφόνι [s. nt.]
σιτάλευρο {-ου κ. -ε... σιφονιέρα {δυσχρ. σι...
σιταποθήκη {σιταποθηκ... σίφουνας [s. masch.]
σιταρένιος [agg.] σιφώνιο {σιφωνί-ου...
σιτάρι {σιταρ-ιού... σιχαίνομαι {σιχά-θηκα...
σιταρίσιος [agg.] σιχαμάρα {χωρ. πληθ...
σιταρότοπος [s. masch.] σιχαμερός [agg.]
σίτευση {-ης κ. -ε... σιχασιά {χωρ. πληθ...
σιτεύω {σίτε-ψα, ... σιχασιάρης {σιχασιάρη...
σιτηρά [s. nt. pl.] σιχτιρίζω {σιχτίρισ-...
σιτηρέσιο {σιτηρεσί-... σιχτίρισμα [s. nt.]
σιτίζω {σίτισ-α, ... σιωνισμός {χωρ. πληθ...
σιτικός [agg.] σιωνιστής [s. masch.]
σίτινος [agg.] σιωνιστικός [agg.]
σιτιοδόχη {σιτιοδοχώ... σιωπή [s. femm.]
σίτιση [s. femm.] σιωπή! [int.]
σιτισμός [s. masch.] σιωπηλά [avv.]
σιτιστής [s. masch.] σιωπηλός [agg.]
σιτοβολώνας [s. masch.] σιωπηλότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: