Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σιδηρικά [s. nt. pl.] σικάλη [s. femm.]
Σιδηρίτης [s. femm.] σικάτος [agg.]
σιδηροβιομηχανία {σιδηροβιο... σικέ [agg.]
σιδηροδρομικός [agg.] Σικελή [s. femm.]
σιδηροδρομικώς [avv.] Σικελία [s. femm.]
σιδηρόδρομος {σιδηροδρό... σικελικός [agg.]
σιδηροκατασκευή [s. femm.] Σικελός [s. masch.]
σιδηρομεταλλουργία {σιδηρομετ... σιλανσιέ [s. nt.]
σιδηροπρίονο [s. nt.] Σιλεσία [s. femm.]
σιδηροπυρίτης {σιδηροπυρ... σιλικόνη {χωρ. πληθ...
σιδηροπωλείο [s. nt.] σιλό [s. nt.]
σιδηροπώλης [s. masch.] σιλουέτα {σιλουετών...
σίδηρος {σιδήρ-ου ... Σιλούρειος [agg.]
σιδηροτροχιά [s. femm.] σιλτές [s. masch.]
σιδηρουργείο [s. nt.] σιμά [avv.]
σιδηρουργία [s. femm.] σιμιγδάλι {σιμιγδαλ-...
σιδηρουργικός [agg.] σιμός [agg.]
σιδηρούργος [s. masch.] σίμωμα [s. nt.]
σιδηρουργός [s. masch.] σιμωνία {χωρ. πληθ...
σιδηρούχος [agg.] σιμώνω {σίμωσα} (...
σιδηρόφρακτος [agg.] σινάπι {-ιού κ. (...
σιδήρωση [s. femm.] σιναπισμός [s. masch.]
σιελόρροια {χωρ. πληθ... σινάφι {σιναφ-ιού...
σιέρα [s. femm.] σινδών [s. femm.]
σικ [agg.] σινεμά [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: