Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σηματοφόρος [s. masch.] σηπτικός [agg.]
σηματωρός [s. masch.] σήραγγα {σηράγγων}
σημείο [s. nt.] σηραγγώδης {σηραγγώδ-...
σημειογραφία {χωρ. πληθ... σηροτροφία {χωρ. πληθ...
σημειολογία {χωρ. πληθ... σηροτροφικός [agg.]
σημειολογικός [agg.] σηροτρόφος [s. masch. e femm.]
σημειολόγος [s. masch. e femm.] σης {σητός}
σημειοματάριο [s. nt.] σησαμοειδής [agg.]
σημείωμα {σημειώμ-α... σήτα {σητών}
σημειωματάριο {σημειωματ... σηψαιμία {σηψαιμιών...
σημειωμένος [agg.] σηψαιμικός [agg.]
σημειώνω {σημείω-σα... σήψη {-ης κ. -ε...
σημειώσεις [sost femm. pl.] σθεναρά [avv.]
σημείωση {-ης κ. -ώ... σθεναρός [agg.]
σημειωτέος [agg.] σθεναρότητα [s. femm.]
σημειωτής [s. masch.] σθένος {σθέν-ους ...
σημειωτική [s. femm.] σιαγόνα [s. femm.]
σήμερα [avv.] σιαγόνες [sost femm. pl.]
σημερινός [agg.] σιαγών [s. masch.]
Σημίτης {Σημιτών} σιάζω {έσιαξα, σ...
σημιτικός [agg.] σιαλαγωγός [agg.]
σηπεδών {σηπεδόνος... σιαλογόνος [agg.]
σήπιο [s. nt.] σιαλογράφημα [s. nt.]
σήπομαι {εσάπην, -... σιαλογραφία [s. femm.]
σηπόμενος [agg.] σιαλόρροια {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: