Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σεσουάρ [s. nt.] σημαίνω {σήμαν-α, ...
σέσουλα {χωρ. γεν.... σημαίνων {σημαίν-ον...
σετ [s. nt.] σημαιοστολίζω {σημαιοστό...
Σεϋχέλλες {Σεϋχέλλων... σημαιοστολισμός [s. masch.]
σεφ {άκλ.} σημαιούλα [s. femm.]
σεφέρι {σεφερ-ιού... σημαιοφόρος [s. masch. e femm.]
σηκός [s. masch.] σήμανση {-ης κ. -ά...
Σηκουάνας [s. femm.] σημάντημα [s. nt.]
σηκωθείτε! [int.] σημαντήρ {σημαντήρο...
σήκωμα [s. nt.] σημαντήρας [s. masch.]
σηκωμένος [agg.] σημαντικά [avv.]
σηκωμός [s. masch.] σημαντικός [agg.]
σηκώνομαι [v. pass.] σημαντικότατος [agg.]
σηκώνω (σήκ-ωσα, ... σημαντικότερος [agg.]
σήμα {σήμ-ατος ... σημαντικότητα [s. femm.]
σημαδάκι [s. nt.] σήμαντρο {σημάντρ-ο...
σημάδεμα [s. nt.] σημάντρο [s. nt.]
σημαδεμένος [agg.] σημασία {σημασιών}
σημαδεύω {σημάδ-εψα... σημασιολογία {χωρ. πληθ...
σημάδι {σημαδ-ιού... σημασιολογικός [agg.]
σημάδια [s. nt. pl.] σημασιολόγος [s. masch.]
σημαδιακός [agg.] σήματα [s. nt. pl.]
σημαδούρα {χωρ. γεν.... σηματοδότης {σηματοδοτ...
σημαία {σημαιών} σηματοδότηση {-ης κ. -ή...
σημαινόμενο {σημαινομέ... σηματοδοτώ {σηματοδοτ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: