Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σεΐχης {σεΐχηδες} σεληνιούχος [agg.]
σείω {έσεισα, σ... σεληνιτικός [agg.]
σειώ (έσεισα, σ... σεληνογραφία {σεληνογρα...
σεκλέτι {σεκλετ-ιο... σεληνογραφικός [agg.]
σεκλετίζω (σεκλε(ν)τ... σεληνογράφος [s. masch. e femm.]
σεκλετισμένος [agg.] σεληνόλιθος [s. masch.]
σεκρετέρ [s. nt.] σεληνολογία {χωρ. πληθ...
σεκταρισμός {χωρ. πληθ... σεληνολογικός [agg.]
σεκταριστικός [agg.] σεληνολόγος [s. masch. e femm.]
σέλα {σελών} σεληνόφως {σεληνόφωτ...
σελαγίζω {σελάγισα} σεληνόφωτο [s. nt.]
σελαγισμός [s. masch.] σελίδα [s. femm.]
σέλας {σέλαος | ... σελιδοθέτης {σελιδοθετ...
σελασφόρος [agg.] σελιδοποίηση {-ης κ. -ή...
σελάχιοι [s. masch. pl.] σελιδοποιητής [s. masch.]
σελέμης {σελέμηδες... σελιδοποιώ {σελιδοποι...
σελεμιάζω [v.] σελίνη [s. femm.]
σελέμιασμα [s. nt.] σελίνι {σελιν-ιού...
σελεμίζω [v.] σέλινο [s. nt.]
σελέμισμα [s. nt.] σελοποιός [s. masch.]
Σελευκίδες [s. masch. pl.] σελοτέηπ [s. nt.]
σελήνη η (χωρίς π... σελοτέιπ [s. nt.]
σεληνιακός [agg.] σελουλόιντ [s. nt.]
σεληνιασμός {χωρ. πληθ... σελοφάν [s. nt.]
σεληνικός [agg.] σέλωμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: