Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σάμπως [avv.] σαπίλα {χωρ. πληθ...
σαν [avv.] σάπιος [agg.]
σανατόριο {σανατορί-... σάπισμα [s. nt.]
σανίδα {σανιδ-ιού... σαπισμένος [agg.]
σανιδάδικο [s. nt.] σαποκώλιασμα {σαποκωλιά...
σανιδένιος [agg.] σαπουνάδα [s. femm.]
σανίδες [sost femm. pl.] σαπουνάκι [s. nt.]
σανίδι [s. nt.] σαπούνι {σαπουν-ιο...
σανίδωμα {σανιδώμ-α... σαπουνίζω {σαπούνισ-...
σανιδώνω {σανίδω-σα... σαπούνισμα [s. nt.]
σανίδωση [s. femm.] σαπουνοθήκη [s. femm.]
σανιδωτός [agg.] σαπουνόπερα {χωρ. γεν....
σανός ο πληθ. τα... σαπουνόπετρα {χωρ. γεν....
σαντάλι [s. nt.] σαπουνόφουσκα {χωρ. γεν....
σανταλόξυλο [s. nt.] σαπουνόχωμα {σαπουνοχώ...
σαντιγί [s. femm.] σαπρία [s. femm.]
σάντουιτς [s. nt.] σαπροβόρος [agg.]
σαντούρι {σαντουρ-ι... σαπρός [agg.]
Σάξονας {Σαξόνων} σαπρότης [s. femm.]
σαξονικός [agg.] σαπροφάγος [agg.]
σαξοφωνίστας [s. masch.] σαπρόφιλος [agg.]
σαξόφωνο {-ου κ. -ώ... σαπροφυτικός [agg.]
σάουνα [s. femm.] σαπροφυτισμός [s. masch.]
σάουντρακ [s. nt.] σαπρόφυτο {-ου κ. -ύ...
σαπίζω {σάπισ-α, ... σαπφείρινος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: