Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ρύση {-ης κ. -ε... ρώμη {χωρ. πληθ...
ρυτήρ [s. masch.] Ρώμη [nome pr. femm.]
ρυτίδα [s. femm.] Ρωσίδα [s. femm.]
ρυτίδες [sost femm. pl.] ρωσικός [agg.]
ρυτίδωμα [s. nt.] Ρώσος [s. masch.]
ρυτιδωμένος [agg.] ρωσοφιλία [s. femm.]
ρυτιδώνομαι [v.] ρωσόφιλος [agg.]
ρυτιδώνω {ρυτίδω-σα... ρωτακίζω [v. intr.]
ρυτίδωση {-ης κ. -ώ... ρωτακισμός [s. masch.]
ρώγα {ρωγών} ρωτάω (ρώτ-ησα, ...
ρωγμή [s. femm.] ρωτώ [-άς, -ά] ...
ρωγοβύζι {ρωγοβυζ-ι... σαβάνα {σάβανων}
ρωμαίικα [s. nt. pl.] σάβανο [s. nt.]
ρωμαίικος [agg.] σαβαρέν [s. nt.]
ρωμαιίκος [agg.] σαββατικός [agg.]
ρωμαϊκός [agg.] Σάββατο {Σαββάτ-ου...
ρωμαιοκαθολικισμός [s. masch.] Σαββάτο [s. nt.]
ρωμαιοκαθολικός [agg.] σαββατογεννημένος [agg.]
ρωμαίος [agg.] σαββατοκύριακο [s. nt.]
Ρωμαίος [s. masch.] Σαβοΐα [s. femm.]
ρωμαϊστής [s. masch.] σαβουαγιάρ [s. nt.]
ρωμαλέα [avv.] σαβούρα {χωρ. πληθ...
ρωμαλέος [agg.] σαβούρωμα [s. nt.]
ρωμαλεότητα [s. femm.] σαβουρώνω {σαβούρωσα...
ρωμανικός [agg.] σαγανάκι {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: