Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ροδόχρωμος [agg.] ρολός [s. masch.]
ροδώνας [s. masch.] ρομάντζα {χωρ. γεν....
ροδωνιά [s. femm.] ρομαντζάρω {ρομαντζάρ...
ροζ [agg.] ρομάντζο [s. nt.]
ροζάριο {ροζαρί-ου... ρομαντικός [agg.]
ροζέτα {ροζετών} ρομαντισμός [s. masch.]
ροζιάζω μππ. ροζια... ρομβεγκέφαλος [s. masch.]
ροζιάρης [agg.] ρομβικός [agg.]
ροζιάρικος [agg.] ρομβοδωδεκάεδρο [s. nt.]
ρόζιασμα {ροζιάρηδε... ρομβόεδρο [s. nt.]
ροζιασμένος [agg.] ρομβόεδρος [agg.]
ρόζος [s. masch.] ρομβοειδές [s. nt.]
ροή [s. femm.] ρομβοειδής {ρομβοειδ-...
ρόκα {χωρ. γεν.... ρόμβος [s. masch.]
ροκανίζω {ροκάνισ-α... ρόμπα {δύσχρ. ρο...
ροκάνισμα [s. nt.] ρομπατσίνα [s. femm.]
ροκανίσματα [s. nt. pl.] ρομπότ [s. nt.]
ροκανισμένος [agg.] ρομφαιοφόρος [agg.]
ροκοκό [s. nt.] ρονιά [s. femm.]
ρόλλεϋ [s. nt.] ροντάζ [s. nt.]
ρολό [s. nt.] ροντέο [s. nt.]
ρολογάδικο [s. nt.] ροντό [s. nt.]
ρολογάς {ρολογάδες... ροόμετρο {ροομέτρ-ο...
ρολόι {ρολογιού ... ροπαλιά [s. femm.]
ρόλος [s. masch.] ρόπαλο {ροπάλ-ου ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: