Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ρίπτω {έρριψα, ε... ροδάνισμα [s. nt.]
ρισζσπαστικός [agg.] ροδέλα {δύσχρ. ρο...
ρισκάρισμα [s. nt.] ροδέλαιο {ροδελαί-ο...
ρισκάρω {ρίσκαρ-α ... Ροδεσία [s. femm.]
ρίσκο [s. nt.] ροδή [s. femm.]
ρίχνομαι αόρ. έριξα... ρόδι {ροδ-ιού |...
ρίχνω {έριξα, ρί... ροδιά [s. femm.]
ριχτός [agg.] ροδιακός [agg.]
ρίψασπις {ριψάσπ-ιδ... ροδίδες [sost femm. pl.]
ρίψη {-ης κ. -ε... ροδίζω {ρόδισ-α, ...
ριψοκίνδυνα [avv.] ρόδινος [agg.]
ριψοκινδυνεύω {ριψοκινδύ... ρόδισμα [s. nt.]
ριψοκίνδυνος [agg.] ρόδο [s. nt.]
ρόγα {ρογών} ροδόδεντρο [s. nt.]
ρόγχος [s. masch.] ροδοειδή [s. nt. pl.]
ρογχώδης [agg.] ροδοειδής {ροδοειδ-ο...
ρόδα {χωρ. γεν.... ροδοζύμωτος [agg.]
ρόδακας {ροδάκων} ροδόκηπος [s. masch.]
ροδακινιά [s. femm.] ροδοκόκκινος [agg.]
ροδάκινο [s. nt.] ροδομύριστος [agg.]
ροδαλός [agg.] ροδόνερο [s. nt.]
ροδάμι [s. nt.] ροδόξυλο [s. nt.]
ροδανθή [s. nt. pl.] Ρόδος [s. femm.]
ροδάνι {ροδαν-ιού... ροδόσταγμα [s. nt.]
ροδανίζω [v. trans.] ροδόσταμο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: