Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ρηξός [agg.] ρήψη [s. femm.]
ρήση {-ης κ. -ε... ριβόζη {ριβοζών}
ρητά [avv.] ρίγα {ριγών}
ρητίνη {ρητινών} ρίγανη {χωρ. γεν....
ρητινογενής [agg.] ριγέ [agg.]
ρητινόλασπη {χωρ. γεν.... ρίγες [sost femm. pl.]
ρητινοποίηση [s. femm.] ριγηλός [agg.]
ρητινούχος [agg.] ρίγος {ρίγ-ους |...
ρητινοφόρος [agg.] ριγώ {ριγείς......
ρητινώδης {ρητινώδ-ο... ρίγωμα [s. nt.]
ρητινώνω {ρητίνω-σα... ριγώνω {ρίγω-σα, ...
ρητό [s. nt.] ριγωτός [agg.]
ρήτορας {ρητόρων} ρίζα {ριζών}
ρητορεία {ρητορειών... ριζίδιο {ριζιδί-ου...
ρητορεύω {ρητόρευσα... ριζικάρης {ριζικάρηδ...
ρητορεύων [s. masch.] ριζικό [s. nt.]
ρητορικά [avv.] ριζικός [agg.]
ρητορική [s. femm.] ριζιμιό [s. nt.]
ρητορικός [agg.] ριζιμιός [agg.]
ρητορισμός [s. masch.] ριζίτιδα {χωρ. πληθ...
ρητός [agg.] ριζοβόλημα {ριζοβολήμ...
ρήτρα {ρητρών} ριζοβολώ {ριζοβολάς...
ρήτωρ [s. masch.] ριζόβραχο [s. nt.]
ρηχός [agg.] ριζοειδής {ριζοβουν-...
ρηχότητα [s. femm.] ριζόκαρπος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: