Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ρηχότητα [s. femm.] ριζόκαρπος [agg.]
ρήψη [s. femm.] ριζόμορφος [agg.]
ριβόζη {ριβοζών} ριζοπόδιο [s. femm.]
ρίγα {ριγών} ριζοσπάστης {ριζοσπαστ...
ρίγανη {χωρ. γεν.... ριζοσπαστικά [avv.]
ριγέ [agg.] ριζοσπαστικοποίηση [s. femm.]
ρίγες [sost femm. pl.] ριζοσπαστικός [agg.]
ριγηλός [agg.] ριζοσπαστισμός [s. masch.]
ρίγος {ρίγ-ους |... ριζότο το (χωρίς ...
ριγώ {ριγείς...... ριζοφυΐα [s. femm.]
ρίγωμα [s. nt.] ρίζωμα {ριζώμ-ατο...
ριγώνω {ρίγω-σα, ... ριζωματώδης [agg.]
ριγωτός [agg.] ριζωμένος [agg.]
ρίζα {ριζών} ριζώνω {ρίζω-σα, ...
ριζίδιο {ριζιδί-ου... ρικνώνομαι [-ούσαι, -...
ριζικάρης {ριζικάρηδ... ρίμα {δύσχρ. ρι...
ριζικό [s. nt.] ριμαδόρος [s. masch.]
ριζικός [agg.] ριμάρω {ρίμαρ-α κ...
ριζιμιό [s. nt.] ρίμελ [s. nt.]
ριζιμιός [agg.] ριμπάουντ [s. nt.]
ριζίτιδα {χωρ. πληθ... ρίνα {ρινών}
ριζοβόλημα {ριζοβολήμ... ριναλγία [s. femm.]
ριζοβολώ {ριζοβολάς... ρινγκ [s. nt.]
ριζόβραχο [s. nt.] ρινεγκέφαλος [s. masch.]
ριζοειδής {ριζοβουν-... ρινίζω {ρίνισ-α, ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: