Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ραντιέρης {ραντιέρηδ... ρατσιστής {ρατσιστρι...
ραντίζω {ράντισ-α,... ρατσιστικός [agg.]
ράντισμα [s. nt.] ραφανίς [s. femm.]
ραντισμός [s. masch.] ραφείο [s. nt.]
ραντιστήρας [s. masch.] ραφή [s. femm.]
ραντιστήρι {ραντιστηρ... ράφι {ραφ-ιού |...
ραντιστής [s. masch.] ραφινάρισμα [s. nt.]
ράντσο [s. nt.] ραφιναρισμένα [avv.]
ράπα [s. femm.] ραφιναρισμένος [agg.]
ραπανάκι [s. nt.] ραφινάρομαι [v.]
ραπάνι {ραπαν-ιού... ραφινάρω {ραφινάρισ...
ραπίζω {ράπισα} (... ραφινάτα [avv.]
ράπισμα {ραπίσμ-ατ... ραφινάτος [agg.]
ραπόρτο [s. nt.] ραφινέ [agg.]
ράπτης {ραπτών} ραφινόζη [s. femm.]
ραπτική [s. femm.] ραφτάδικο [s. nt.]
ραπτομηχανή [s. femm.] ράφτης [s. masch.]
ράπτρια {ραπτριών} ράφτρα [s. femm.]
ρασιοναλισμός [s. masch.] ραχατεύω {ραχάτεψα}...
ρασιοναλιστής {ρασιοναλι... ραχάτι [s. nt.]
ράσο [s. nt.] ραχατλής {ραχατλούδ...
ρασοφόρος [s. masch.] ραχατλίκι {ραχατλικι...
ράσπα [s. femm.] ράχη {ραχών}
ράτσα {χωρ. γεν.... ραχιαίος [agg.]
ρατσισμός [s. masch.] ραχιαλγία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: