Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πως [pron.] ραβιόλια [s. nt. pl.]
πως [cong.] ράβω {έραψα, ρά...
πως [avv.] ράγα {ραγών}
ραβαΐσι {ραβαϊσ-ιο... ραγάδα [s. femm.]
ραβασάκι {χωρ. γεν.... ραγάδες [sost femm. pl.]
ραβδάκι [s. nt.] ραγδαίος [agg.]
ραβδί {ραβδ-ιού ... ράγδην [avv.]
ραβδίζω {ράβδισ-α,... ραγιάδικος [agg.]
ραβδίο [s. nt.] ραγιαδισμός [s. masch.]
ράβδισμα {ραβδίσμ-α... ραγίζω {ρά(γ)ισ-α...
ραβδισμός [s. masch.] ράγισμα [s. nt.]
ραβδιστήρα [s. femm.] ραγισμένος [s. masch.]
ραβδοειδής {ραβδοειδ-... ράγκμπι [s. nt.]
ραβδομαντεία [s. femm.] ράγκμπυ [s. nt.]
ραβδομάντης [s. masch.] ραγοειδίτιδα [s. femm.]
ράβδος [s. femm.] ραγολόγημα [s. nt.]
ραβδοσκοπία {ραβδοσκοπ... ραγολογώ {ραγολογεί...
ραβδοσκόπος [s. masch. e femm.] ραγού [s. nt.]
ραβδώνω [v. trans.] ράδα {χωρ. πληθ...
ραβδώσεις [sost femm. pl.] ραδιενέργεια {χωρ. πληθ...
ράβδωση {-ης κ. -ώ... ραδιενεργός [agg.]
ραβδωτός [agg.] ραδίκι {ραδικ-ιού...
ραβί [s. masch.] ράδιο {ραδίου | ...
ραβινικός [agg.] ραδιοανθεκτικότητα [s. femm.]
ραβίνος [s. masch.] ραδιοαστρονομία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: