Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πύκνωμα [s. nt.] πυράγρα [s. femm.]
πυκνώνομαι [v.] πυρακτωμένος [agg.]
πυκνώνω {πύκνω-σα,... πυρακτώνομαι [v.]
πύκνωση {-ης κ. -ώ... πυρακτώνω {πυράκτω-σ...
πυκνωτής [s. masch.] πυράκτωση {-ης κ. -ώ...
Πυλάδης [s. masch.] πυραμίδα [s. femm.]
πυλαίος [agg.] πυραμιδικός [agg.]
πύλη {πυλών} πυραμιδοειδής {πυραμιδοε...
πυλών [s. masch.] πυρασφαλής [agg.]
πυλώνας [s. masch.] πυραυλικός [agg.]
πυλωρικός [agg.] πύραυλος {πυραύλ-ου...
πυλωρός [s. masch.] πύραυνο [s. nt.]
πυξίδα [s. femm.] πυργίσκος [s. masch.]
πυξίδιο [s. nt.] πύργος [s. masch.]
πύο [s. nt.] πυργώνομαι [v.]
πυογονία [s. femm.] πυργώνω {πύργω-σα,...
πυογόνος [agg.] πυρετικός [agg.]
πύον [s. nt.] πυρετογονία [s. femm.]
πυόρροια {πυορροιών... πυρετογόνος [agg.]
πυορροϊκός [agg.] πυρετοθεραπεία {χωρ. πληθ...
πυορροώ {πυορροείς... πυρετός [s. masch.]
πυουρία {πυουριών} πυρετώδης {πυρετώδ-ο...
πυρ το Ο γεν. ... πυρετωδώς [avv.]
πύρα {χωρ. πληθ... Πυρηλιόμετρο [s. nt.]
πυρά {χωρ. πληθ... Πυρηναία [s. nt. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: