Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πυελικός [agg.] πύκνωση {-ης κ. -ώ...
πυελίτιδα [s. femm.] πυκνωτής [s. masch.]
πυελογραφία {πυελογραφ... Πυλάδης [s. masch.]
πυελομετρία [s. femm.] πυλαίος [agg.]
πυελόμετρο [s. nt.] πύλη {πυλών}
πύελος {πυέλ-ου |... πυλών [s. masch.]
Πυθαγόρας [s. masch.] πυλώνας [s. masch.]
πυθαγόρειος [agg.] πυλωρικός [agg.]
Πυθία {Πυθιών} πυλωρός [s. masch.]
πύθιος [agg.] πυξίδα [s. femm.]
πυθμένας [s. masch.] πυξίδιο [s. nt.]
πύθωνας {πυθώνων} πύο [s. nt.]
πυκνά [avv.] πυογονία [s. femm.]
πυκνοκατοικημένος [agg.] πυογόνος [agg.]
πυκνοκατοίκητος [agg.] πύον [s. nt.]
πυκνοκατοικίζω [v.] πυόρροια {πυορροιών...
πυκνοκατοικώ [v.] πυορροϊκός [agg.]
πυκνομετρία [s. femm.] πυορροώ {πυορροείς...
πυκνόμετρο {πυκνομέτρ... πυουρία {πυουριών}
πυκνόρρευστος [agg.] πυρ το Ο γεν. ...
πυκνός [agg.] πύρα {χωρ. πληθ...
πυκνότητα [s. femm.] πυρά {χωρ. πληθ...
πύκνωμα [s. nt.] πυράγρα [s. femm.]
πυκνώνομαι [v.] πυρακτωμένος [agg.]
πυκνώνω {πύκνω-σα,... πυρακτώνομαι [v.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: