Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πτύω [v. trans e intr.] πυελίτιδα [s. femm.]
πτώμα {πτώμ-ατος... πυελογραφία {πυελογραφ...
πτωμαΐνη {χωρ. πληθ... πυελομετρία [s. femm.]
πτωματικός [agg.] πυελόμετρο [s. nt.]
πτώση {-ης κ. -ε... πύελος {πυέλ-ου |...
πτωχαίνω [v. trans e intr.] Πυθαγόρας [s. masch.]
πτωχεία [s. femm.] πυθαγόρειος [agg.]
πτωχευμένος [s. masch.] Πυθία {Πυθιών}
πτώχευση {-ης κ. -ε... πύθιος [agg.]
πτωχευτικός [agg.] πυθμένας [s. masch.]
πτωχεύω {πτώχευσα}... πύθωνας {πυθώνων}
πτωχοκομείο [s. nt.] πυκνά [avv.]
πτωχός [agg.] πυκνοκατοικημένος [agg.]
πυαιμία {χωρ. πληθ... πυκνοκατοίκητος [agg.]
πυαιμικός [agg.] πυκνοκατοικίζω [v.]
πυγαίος [agg.] πυκνοκατοικώ [v.]
πυγή [s. femm.] πυκνομετρία [s. femm.]
πυγμαίος [agg.] πυκνόμετρο {πυκνομέτρ...
πυγμαλίων {πυγμαλί-ω... πυκνόρρευστος [agg.]
πυγμαχία {χωρ. πληθ... πυκνός [agg.]
πυγμαχικός [agg.] πυκνότητα [s. femm.]
πυγμάχος [s. masch.] πύκνωμα [s. nt.]
πυγμή [s. femm.] πυκνώνομαι [v.]
πυγολαμπίδα [s. femm.] πυκνώνω {πύκνω-σα,...
πυελικός [agg.] πύκνωση {-ης κ. -ώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: