Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρωτυτερινός [agg.] πτηνοτροφία {χωρ. πληθ...
πταίσμα {πταίσμ-ατ... πτηνοτροφικός [agg.]
πτελεοειδή [s. nt. pl.] πτηνοτρόφος [s. masch.]
πτέραρχος {πτεράρχ-ο... πτήση {-ης κ. -ε...
πτερίδιο [s. nt.] πτίλο [s. nt.]
πτεριδόφυτα [s. nt. pl.] πτοημένος [agg.]
πτέρνα [s. femm.] πτόησις [s. femm.]
πτερνιστήρ [s. masch.] πτολεμαϊκός [agg.]
πτερό [s. nt.] Πτολεμαίος [s. masch.]
πτεροδάκτυλα [s. nt. pl.] πτοούμαι [v. pass.]
πτεροειδής [agg.] πτοώ {πτοείς......
πτερόεις [agg.] πτυελίνη [s. femm.]
πτερόσαυροι [s. masch. pl.] πτυελισμός [s. masch.]
πτεροσχιδής {πτεροσχιδ... πτύελο {πτυέλ-ου ...
πτερουγίζω [v.] πτυελοδοχείο [s. nt.]
πτέρυγα {πτερύγων} πτύξη {-ης κ. -ε...
πτερύγιο {πτερυγί-ο... πτύον [s. nt.]
Πτερυγιόποδα [s. nt. pl.] πτυσμός [s. masch.]
πτερυγιόποδος [s. nt.] πτύσσομαι [v.]
πτερυγωτός [agg.] πτυσσόμενος [agg.]
πτέρωμα {πτερώμ-ατ... πτύσσω {πτυσσόμεν...
πτερωτός [agg.] πτυχή [s. femm.]
πτηναίος [agg.] πτυχίο [s. nt.]
πτηνό [s. nt.] πτυχιούχος [s. masch. e femm.]
πτηνοτροφείο [s. nt.] πτυχωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: