Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρωτοποριακός [agg.] πτέραρχος {πτεράρχ-ο...
πρωτοπόρος [agg.] πτερίδιο [s. nt.]
πρωτοπορώ {πρωτοπορ-... πτεριδόφυτα [s. nt. pl.]
πρωτοπρεσβύτερος {πρωτοπρεσ... πτέρνα [s. femm.]
πρωτορομαντικός [agg.] πτερνιστήρ [s. masch.]
πρώτος [agg.] πτερό [s. nt.]
πρώτος [s. masch.] πτεροδάκτυλα [s. nt. pl.]
πρωτοστατώ {πρωτοστατ... πτεροειδής [agg.]
πρωτοτοκία {πρωτοτοκι... πτερόεις [agg.]
πρωτοτόκια {πρωτοτοκι... πτερόσαυροι [s. masch. pl.]
πρωτότοκος [agg.] πτεροσχιδής {πτεροσχιδ...
πρωτότυπα [avv.] πτερουγίζω [v.]
πρωτοτυπία {πρωτοτυπι... πτέρυγα {πτερύγων}
πρωτότυπο {πρωτοτύπ-... πτερύγιο {πτερυγί-ο...
πρωτότυπος [agg.] Πτερυγιόποδα [s. nt. pl.]
πρωτοτυπώ {πρωτοτυπε... πτερυγιόποδος [s. nt.]
πρωτουργός [agg.] πτερυγωτός [agg.]
πρωτοφανής {πρωτοφαν-... πτέρωμα {πτερώμ-ατ...
πρωτόφαντος [agg.] πτερωτός [agg.]
Πρωτοχρονιά [s. femm.] πτηναίος [agg.]
πρωτοψάλτης {πρωτοψαλτ... πτηνό [s. nt.]
πρωτύτερα [avv.] πτηνοτροφείο [s. nt.]
πρωτυτερινός [agg.] πτηνοτροφία {χωρ. πληθ...
πταίσμα {πταίσμ-ατ... πτηνοτροφικός [agg.]
πτελεοειδή [s. nt. pl.] πτηνοτρόφος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: