Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρωινό [s. nt.] πρωτεΐνες [sost femm. pl.]
πρωινός [agg.] πρωτεΐνη {πρωτεϊνών...
πρωκταλγία [s. femm.] πρωτεϊνικός [agg.]
πρωκτικός [agg.] πρωτεϊνοθεραπεία {πρωτεϊνοθ...
πρωκτίτιδα [s. femm.] πρωτεϊνούχος [agg.]
Πρωκτολογία [s. femm.] Πρωτεόλυση [s. femm.]
πρωκτός [s. masch.] πρωτεύοντα {πρωτευόντ...
πρωκτοσκόπηση {-ης κ. -ή... πρωτεύουσα {-ας κ. (λ...
πρωκτοσκόπιο {πρωκτοσκο... Πρωτεύς [s. masch.]
πρώρα [s. femm.] πρωτεύω {μτχ. ενεσ...
πρωρεύς [s. masch.] πρωτεύων {πρωτεύ-ον...
Πρώσος [s. masch.] πρωτιά [s. femm.]
πρώτα [avv.] πρώτιστα [s. nt. pl.]
πρωταγωνιστής [s. masch.] εικοστός πρώτιστος [agg.]
πρωταγωνίστρια {πρωταγωνι... πρώτιστος [agg.]
πρωτάθλημα {πρωταθλήμ... πρωτοακτίνιο [s. nt.]
πρωταθλητής {πρωταθλητ... πρωτόβγαλτος [agg.]
πρωταθλήτρια [s. femm.] πρωτοβουλία {πρωτοβουλ...
πρωταίτιος [agg.] πρωτόγαλα {πρωτογάλα...
πρωτάκουστος [agg.] πρωτογενής {πρωτογεν-...
πρωτανδρία [s. femm.] πρωτογνώριστος [agg.]
πρωτάρης {πρωτάρηδε... πρωτόγνωρος [agg.]
πρωταρχικά [avv.] πρωτόγονα [avv.]
πρωταρχικός [agg.] πρωτογονισμός {χωρ. πληθ...
πρωτεϊκός [agg.] πρωτόγονος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: