Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρωτόγονος [agg.] πρωτοποριακός [agg.]
πρωτογυνία {χωρ. πληθ... πρωτοπόρος [agg.]
πρωτοδικείο [s. nt.] πρωτοπορώ {πρωτοπορ-...
πρωτοελληνικός [agg.] πρωτοπρεσβύτερος {πρωτοπρεσ...
πρωτοεμφανιζόμενη [s. femm.] πρωτορομαντικός [agg.]
πρωτοεμφανιζόμενος [agg.] πρώτος [agg.]
πρωτόζωα [s. nt. pl.] πρώτος [s. masch.]
πρωτόζωο {πρωτοζώ-ο... πρωτοστατώ {πρωτοστατ...
πρωτοκαθεδρία {χωρ. πληθ... πρωτοτοκία {πρωτοτοκι...
πρωτοκαιρίτικος [agg.] πρωτοτόκια {πρωτοτοκι...
πρωτοκολλημένος [agg.] πρωτότοκος [agg.]
πρωτόκολλο {πρωτοκόλλ... πρωτότυπα [avv.]
πρωτοκολλώ {πρωτοκολλ... πρωτοτυπία {πρωτοτυπι...
πρωτόλουβος [agg.] πρωτότυπο {πρωτοτύπ-...
Πρωτομαγιά {χωρ. πληθ... πρωτότυπος [agg.]
πρωτομάρτυρας {πρωτομαρτ... πρωτοτυπώ {πρωτοτυπε...
πρώτον [avv.] πρωτουργός [agg.]
πρωτονικός [agg.] πρωτοφανής {πρωτοφαν-...
πρωτόνιο {πρωτονί-ο... πρωτόφαντος [agg.]
πρωτοξείδιο [s. nt.] Πρωτοχρονιά [s. femm.]
πρωτοπαλίκαρο [s. nt.] πρωτοψάλτης {πρωτοψαλτ...
πρωτόπειρος [agg.] πρωτύτερα [avv.]
πρωτόπλασμα {πρωτοπλάσ... πρωτυτερινός [agg.]
πρωτοπλασματικός [agg.] πταίσμα {πταίσμ-ατ...
πρωτοπορία {χωρ. πληθ... πτελεοειδή [s. nt. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: