Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρόωρα [avv.] πρωιμότητα [s. femm.]
πρόωρος [agg.] πρωινό [s. nt.]
πρόωση {-ης κ. -ώ... πρωινός [agg.]
προωστικός [agg.] πρωκταλγία [s. femm.]
πρύμα–πλώρα [avv.] πρωκτικός [agg.]
πρύμη [s. femm.] πρωκτίτιδα [s. femm.]
πρυμιός [agg.] Πρωκτολογία [s. femm.]
πρυμνήσιο [s. nt.] πρωκτός [s. masch.]
πρυμνιός [agg.] πρωκτοσκόπηση {-ης κ. -ή...
πρυτανεία {πρυτανειώ... πρωκτοσκόπιο {πρωκτοσκο...
πρυτανείο [s. nt.] πρώρα [s. femm.]
πρυτανεύω {πρυτάνευσ... πρωρεύς [s. masch.]
πρύτανης {-η κ. -άν... Πρώσος [s. masch.]
πρυτανικός [agg.] πρώτα [avv.]
πρώην [agg.] πρωταγωνιστής [s. masch.]
πρωθιεράρχης {πρωθιεραρ... πρωταγωνίστρια {πρωταγωνι...
πρωθιερέας {-α κ. -έω... πρωτάθλημα {πρωταθλήμ...
πρωθιερεύς [s. masch.] πρωταθλητής {πρωταθλητ...
πρωθυπουργία {χωρ. πληθ... πρωταθλήτρια [s. femm.]
πρωθυπουργός [s. masch. e femm.] πρωταίτιος [agg.]
πρωί {πρωιν-ού ... πρωτάκουστος [agg.]
πρωία {χωρ. πληθ... πρωτανδρία [s. femm.]
πρώιμα [avv.] πρωτάρης {πρωτάρηδε...
πρωιμιά [s. femm.] πρωταρχικά [avv.]
πρώιμος [agg.] πρωταρχικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: