Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
προτέρημα {προτερήμ-... προϋπάντηση [s. femm.]
πρότερον [avv.] προΰπαρξη η (χωρίς π...
πρότερος -η -ο θηλ.... προϋπάρχω {προϋπήρξα...
προτεστάντης {προτεσταν... προϋπάρχων [agg.]
προτεσταντισμός [s. masch.] προϋπόθεση {-ης κ. -έ...
προτεταμένος [agg.] προϋποθέτω {προϋπέθεσ...
προτεύουσα [s. femm.] προϋπολογίζω {προϋπολόγ...
προτίθεμαι {προτίθε-σ... προϋπολογισμός [s. masch.]
προτίμηση {-ης κ. -ή... προϋπολογιστικός [agg.]
προτιμητέος [agg.] προφανής {προφαν-ού...
προτιμολόγιο {προτιμολο... προφανώς [avv.]
προτιμότερος [agg.] πρόφαση {-ης κ. -ά...
προτιμώ {προτιμάς.... προφασίζομαι {προφασίστ...
προτομή [s. femm.] προφασιστικός [agg.]
προτού [avv.] προφερόμενος [agg.]
προτρεπτικός [agg.] προφερτός [agg.]
προτρέπω {προέτρεψα... προφέρω {πρόφερ-α,...
προτρέπων [s. masch.] προφέσορας {προφεσόρω...
προτρέχω αόρ. προέτ... προφητεία {προφητειώ...
προτροπή [s. femm.] προφητεύω {προφήτευ-...
προτσές [s. nt.] προφήτης {προφητών}
πρότυπο {προτύπ-ου... προφητικός [agg.]
πρότυπο–μοντέλο [s. nt.] προφήτισσα [s. femm.]
προτυποποίηση {-ης κ. -ή... προφθάνω αόρ. πρόφθ...
πρότυπος [agg.] προφίλ {άκλ.}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: