Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
προσβλητικά [avv.] προσεγχυματώδης [agg.]
προσβλητικός [agg.] προσεδαφίζω {προσεδάφι...
προσβολή [s. femm.] προσεδάφιση [s. femm.]
προσγειώνομαι μππ. προσγ... προσεκτικά [avv.]
προσγειώνω {προσγείω-... προσεκτικά! [int.]
προσγείωση {-ης κ. -ώ... προσεκτικός [agg.]
προσδεκτός [agg.] προσεκτικότητα [s. femm.]
προσδένομαι αόρ. προσέ... προσέλευση {-ης κ. -ε...
προσδένω {προσέδεσα... προσελκύομαι (> ελκύω)
πρόσδεση [s. femm.] προσελκυόμενος [agg.]
προσδέχομαι (προσδέχτη... προσέλκυση [s. femm.]
προσδίδω {προσ-έδωσ... προσελκύω {προσέλκυσ...
προσδιορίζω {προσδιόρι... πρόσεξε [int.]
προσδιορισμένος [agg.] προσέξετε [int.]
προσδιορισμός [s. masch.] προσεπιβάρυνση [s. femm.]
προσδιοριστέος [agg.] προσεπικαλώ {προσεπικα...
προσδιοριστικός [agg.] προσεπικυρώνω {προσεπικύ...
προσδιοριστός [agg.] προσεπικύρωση [s. femm.]
προσδοκία {προσδοκιώ... προσέρχομαι {προσήλθα}...
προσδοκώ {προσδοκάς... προσέτι [avv.]
προσεγγίζω {προσέγγισ... προσευχές [sost femm. pl.]
προσέγγιση {-ης κ. -ί... προσευχή [s. femm.]
προσεγγιστικός [agg.] προσευχητάρι [s. nt.]
προσεγμένος [agg.] προσευχητικός [agg.]
προσέγχυμα {προσεγχύμ... προσεύχομαι {προσευχήθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: