Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρόπερσι [avv.] προπροληπτικός [v.]
προπέτασμα {προπετάσμ... πρόπτωση {-ης κ. -ώ...
προπέτεια {χωρ. πληθ... προπύλαια {προπυλαίω...
προπέτης [agg.] προπύλαιο [s. nt.]
προπετής {προπετ-ού... προπυλένιο [s. nt.]
πρόπηγμα {προπήγμ-α... προπυλικός [agg.]
προπηλακίζω {προπηλάκι... προπύλιο [s. nt.]
προπηλάκιση [s. femm.] προπύργιο {προπυργί-...
προπηλακισμός [s. masch.] προ–ρομαντικός [agg.]
προπηλακιστής [s. masch.] προ–ρομαντισμός [s. masch.]
πρόπλασμα {προπλάσμ-... προρρηθείς {προρρηθ-έ...
προπλάστης {προπλαστώ... πρόρρηση {-ης κ. -ή...
πρόπλυση [s. femm.] προς [prep.]
προ–πο, ΠΡΟΠΟ [s. nt.] προσαγόρευση [s. femm.]
προπολεμικός [agg.] προσάγω {προσ-ήγαγ...
πρόπολη [s. femm.] προσαγωγή [s. femm.]
προπομπός [s. masch.] προσαγωγός [agg.]
προπόνηση {-ης κ. -ή... προσάμμωση {-ης κ. -ώ...
προπονητής [s. masch.] προσανάβαση {-ης κ. -ά...
προπονούμαι [v.] προσάναμμα {προσανάμμ...
προπονώ {προπονείς... προσανατολίζομαι [v. pass.]
προπορεία [s. femm.] προσανατολίζω {προσανατό...
προπορεύομαι {προπορεύ-... προσανατολισμένος [agg.]
προπορευόμενος [s. masch.] προσανατολισμός [s. masch.]
πρόποση {-ης κ. -ό... προσανατολιστικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: