Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
προδοσία {προδοσιών... προεκβάλλω {προεξέβαλ...
προδότης [s. masch.] προεκβολή [s. femm.]
προδοτικά [avv.] προεκλογικός [agg.]
προδοτικός [agg.] προέκταση {-ης κ. -ά...
προδότρα [s. femm.] προεκτείνομαι (> εκτείνω...
προδρομικός [agg.] προεκτείνω {προ-εξέτε...
πρόδρομος {προδρόμ-ο... προέλαση {-ης κ. -ά...
προεγγραφή [s. femm.] προελαύνω {προήλασα}...
προεγγράφομαι (> εγγράφω... προέλευση {-ης κ. -ε...
προεδρεύω {προήδρευσ... Προέμφαση [s. femm.]
προεδρία {προεδριών... προενίσχυση {-ης κ. -ύ...
προεδρικός [agg.] Προενισχυτής [s. masch.]
προεδριλίκι {χωρ. γεν.... προένταση {-ης κ. -ά...
προεδρίνα {χωρ. γεν.... προεντείνω {προεν-έτε...
πρόεδρος {προέδρ-ου... προεντεταμένος [agg.]
προειδοποιημένος [agg.] προεξάρχω {μόνο σε ε...
προειδοποίηση {-ης κ. -ή... προεξέχω {μόνο σε ε...
προειδοποιητικός [agg.] προεξέχων [agg.]
προειδοποιώ {προειδοπο... προεξοφλημένος [agg.]
προεικάζω {προείκασ-... προεξόφληση {-ης κ. -ή...
προεικονίζω {προεικόνι... προεξοφλήσιμος [agg.]
προεικόνιση [s. femm.] προεξοφλητής [s. masch.]
προειρημένος [agg.] προεξοφλητικός [agg.]
προεισαγωγή [s. femm.] προεξοφλητός [agg.]
προεισαγωγικός [agg.] προεξοφλώ {προεξοφλε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: