Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
προβατοτροφία {χωρ. πληθ... προβληματικότητα {χωρ. πληθ...
προβεβηκώς [agg.] προβληματισμένος [agg.]
πρόβειος [agg.] προβληματισμός [s. masch.]
Προβηγκία [s. femm.] προβλήτα [s. femm.]
προβιά [s. femm.] προβοκάρισμα [s. nt.]
προβιβάζομαι [v.] προβοκάρω {προβόκαρ-...
προβιβάζω {προβίβασ-... προβοκάτορας {προβοκατό...
προβιβασμός [s. masch.] προβοκατόρικος [agg.]
προβιές [sost femm. pl.] προβοκάτσια {χωρ. γεν....
προβικάριος [s. masch.] προβολέας {προβολ-εί...
πρόβιος [agg.] προβολή [s. femm.]
προβιταμίνη {προβιταμι... προβολικός [agg.]
προβλεπόμενος [agg.] πρόβολος {προβόλ-ου...
προβλεπτικά [avv.] προβοσκίδα [s. femm.]
προβλεπτικός [agg.] προβοσκιδοειδή [s. nt. pl.]
προβλέπω {προέβλεψα... προγαμιαίος [agg.]
προβλέπων [s. masch.] προγάστωρ {προγάστ-ο...
προβλεφθείς [agg.] προγενέστερος [agg.]
πρόβλεψη {-ης κ. -έ... προγεννητικός [agg.]
προβλέψιμος [agg.] προγεστερόνη {χωρ. πληθ...
προβλεψιμότητα [s. femm.] πρόγευμα {προγεύμ-α...
πρόβλημα [s. nt.] προγεύομαι {προγεύθηκ...
προβληματίζομαι [v. pass.] πρόγευση {-ης κ. -ε...
προβληματική [s. femm.] προγεφύρωμα [s. nt.]
προβληματικός [agg.] προγιαγιά {προγιαγιά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: