Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πριαπισμός [s. masch.] πριονιστής [s. masch.]
Πρίαπος {-ου κ. -ά... πριονοκορδέλα {χωρ. γεν....
πριάρι [s. nt.] πριονόμυλος [s. masch.]
πρίγκιπας {πριγκίπων... πριονωτός [agg.]
πριγκιπάτο [s. nt.] πρίσμα {πρίσμ-ατο...
πριγκιπικά [avv.] πρισματικός [agg.]
πριγκιπικός [agg.] πρισματοειδές [s. nt.]
πριγκίπισσα {πριγκιπισ... πριτσίνι {πριτσιν-ι...
πριγκιπόπουλο [s. nt.] πριτσίνωμα [s. nt.]
πρίζα {χωρ. γεν.... πριτσινώνω {πριτσίνω-...
πριμ {άκλ.} πριχού [avv.]
πριμαντόνα [s. femm.] προ [prep.]
πριμάτος [s. masch.] προ [avv.]
πριμιτιβισμός [s. masch.] προαγγελία {προαγγελι...
πριμοδότηση {-ης κ. -ή... προαγγέλλω {προήγγειλ...
πριμουλώδη [s. nt. pl.] προάγγελμα [s. nt.]
πριν [cong.] προάγγελος {προαγγέλ-...
πρινάρι {πριναρ-ιο... προαγγελτικός [agg.]
πρίνος [s. masch.] προάγομαι πρτ. προήγ...
πριονάκι [s. femm.] προάγω {προή-γαγα...
πριόνι {πριον-ιού... προαγωγεία [s. femm.]
πριονίδι {πριονιδ-ι... προαγωγή [s. femm.]
πριονίζω {πριόνισ-α... προαγωγός [s. masch. e femm.]
πριόνισμα {πριονίσμ-... προαίρεση {-ης κ. -έ...
πριονιστήριο {πριονιστη... προαιρετικά [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: