Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πρασινίζω {πρασίνισ-... πρεσβεία {πρεσβειών...
πράσινος [agg.] πρέσβειρα [s. femm.]
πρασινωπός [agg.] πρεσβευτής {κλητ. πρε...
πράσο [s. nt.] πρεσβεύω {πρέσβευσα...
πρατήριο {πρατηρί-ο... πρέσβης {-η κ. -εω...
πρατηριούχος [s. masch. e femm.] πρεσβυτέρα {χωρ. γεν....
πράττω {έπραξα, π... πρεσβυτεριανισμός [s. masch.]
πραϋντικός [agg.] πρεσβυτεριανός [s. masch.]
πραΰνω {πράυν-α, ... πρεσβυτέριο {πρεσβυτερ...
πραχτικότητα [s. femm.] πρεσβύτερος [agg.]
πρεβάζι [s. nt.] πρεσβυτικός [agg.]
πρεβεντόριο [s. nt.] πρεσβύωπας {πρεσβυώπω...
πρέζα {χωρ. γεν.... πρεσβυωπία {χωρ. πληθ...
πρεζάκιας {πρεζάκηδε... πρεσβυωπικός [agg.]
πρελούδιο [s. nt.] πρεσβύωψ {πρεσβύωπο...
πρελούντιο [s. nt.] πρεσοστάτης [agg.]
πρεμιέρα {χωρ. γεν.... πρεστίζ {άκλ.}
πρέμνο [s. nt.] πρήζομαι παθ. αόρ. ...
πρεμούρα {χωρ. γεν.... πρήζω {έπρηξα, π...
πρέπει [v. imp.] πρηνής {πρην-ούς ...
πρεπούμενος [agg.] πρηνισμός [s. masch.]
πρέπων {πρέπ-οντο... πρήξιμο [s. nt.]
πρέσα {δύσχρ. πρ... πρησμένος [agg.]
πρεσάρισμα {πρεσαρίσμ... Πρίαμος [s. masch.]
πρεσάρω {πρεσάρισ-... πριάπειος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: