Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πουστόγερος [s. masch.] πραγματιστής {πραγματισ...
πούστρα [s. femm.] πραγματιστικός [agg.]
πουτάνα [s. femm.] πραγματογνώμονας {(θηλ. πρα...
πουτανιάρης {πουτανιάρ... πραγματογνωμοσύνη {χωρ. πληθ...
πουτανιάρικος [agg.] πραγματογνώμων {πραγματογ...
πουτανίζω {μόνο σε ε... πραγματοκρατία {χωρ. πληθ...
πουτανίστικος [agg.] πραγματολογία {χωρ. πληθ...
πουτανίτσα [s. femm.] πραγματοποίηση {-ης κ. -ή...
πουτίγκα {χωρ. γεν.... πραγματοποιήσιμος [agg.]
πούτσος [s. masch.] πραγματοποιούμαι [v.]
πουφ! [int.] πραγματοποιώ {πραγματοπ...
ποώδης {ποώδ-ους ... πραγματώνομαι [v.]
πρααίνω (πράυνα) πραγματώνω {πραγμάτω-...
Πράγα [s. femm.] πραγμάτωση {-ης κ. -ώ...
πράγμα {πράγμ-ατο... πραίτορας {πραιτόρων...
πραγματάκι [s. nt.] πραιτοριανός [agg.]
πραγματεία {πραγματει... πραιτόριο {πραιτωρίο...
πραγματεύομαι {πραγματεύ... πρακτικά [s. nt. pl.]
πραγμάτευση {-ης κ. -ε... πρακτική [s. femm.]
πράγματι [avv.] πρακτικό [s. nt.]
πραγματικά [avv.] πρακτικογράφος [s. masch. e femm.]
πραγματικά? [int.] πρακτικός [agg.]
πραγματικός [agg.] πρακτικότητα {χωρ. πληθ...
πραγματικότητα {πραγματικ... πράκτορας {(θηλ. πρά...
πραγματισμός [s. masch.] πρακτορεία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: