Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πορφύρα [s. femm.] ποστάλι {χωρ. γεν....
πορφυρένιος [agg.] πόστερ {άκλ.}
πορφυρίζω {μόνο σε ε... ποστίς {άκλ.}
πορφυρίτης {χωρ. γεν.... πόστο [s. nt.]
πορφυριτικός [agg.] ποστ ρεστάν [s. nt.]
πορφυροειδής [s. masch.] ποστρεστάντ {άκλ.}
πορφυρός [agg.] ποσώς [avv.]
πορφυρόχρους [agg.] ποταμάκι [s. nt.]
πορώδης {πορώδ-ους... ποταμηδόν [avv.]
Ποσειδών {Ποσειδώνο... ποτάμι {ποταμ-ιού...
πόση {-ης κ. -ε... ποτάμιος [agg.]
πόσιμος [agg.] ποταμίσιος [agg.]
ποσό [s. nt.] ποταμολογία [s. femm.]
πόσο [avv.] ποταμός [s. masch.]
ποσολογία {χωρ. πληθ... ποταμοφράκτης [s. masch.]
ποσόν [s. nt.] ποταπά [avv.]
πόσος [pron.] ποταπός [agg.]
ποσοστό [s. nt.] ποταπότητα {ποταποτήτ...
ποσόστωση {-ης κ. -ώ... ποτάσα {χωρ. πληθ...
ποσότητα {ποσοτήτων... πότε [avv.]
ποσοτικά [avv.] ποτέ [avv.]
ποσοτικοποίηση [s. femm.] πότε? [int.]
ποσοτικοποιώ [v.] ποτενσιόμετρο {ποτενσιομ...
ποσοτικός [agg.] πότε πότε [avv.]
πόστα {χωρ. γεν.... ποτές [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: