Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πολυακρυλικός [agg.] πολυγαμία {χωρ. πληθ...
πολυαμίδιο [s. nt.] πολυγαμικός [agg.]
πολυανδρία {χωρ. πληθ... πολύγαμος [agg.]
πολυανδρικός [agg.] πολυγλωσσία {χωρ. πληθ...
πολύανδρος [agg.] πολυγλωσσικός [agg.]
πολυανθής [agg.] πολύγλωσσος [agg.]
πολύανθος [agg.] πολύγνωμος [agg.]
πολυάνθρωπος [agg.] πολύγνωρος [agg.]
πολυαρθρίτιδα {χωρ. πληθ... πολυγνωσία [s. femm.]
πολυάριθμος [agg.] πολύγραφος {πολυγράφ-...
πολυαρχία {σπάν. πολ... πολυγυνία {χωρ. πληθ...
πολυάσχολα [avv.] πολυγωνικός [agg.]
πολυάσχολος [agg.] πολύγωνο {πολυγών-ο...
Πολυατομικός [agg.] πολυδαίδαλος [agg.]
πολυβασανισμένος [agg.] πολυδακτυλία [s. femm.]
πολυβασικός [agg.] πολυδάκτυλος [agg.]
πολυβινυλικός [agg.] πολυδάπανα [avv.]
πολυβινύλιο [s. nt.] πολυδάπανος [agg.]
πολυβολείο [s. nt.] πολύδεντρος [agg.]
πολυβολητής [s. masch.] Πολυδεύκης [s. masch.]
πολυβολισμός [s. masch.] πολυδιαβασμένος [agg.]
πολυβόλο [s. nt.] πολυδιάστατος [agg.]
πολυβολώ [-είς, -εί... Πολυδονητής [s. masch.]
πολύβουλος [agg.] πολυδόξαστος [agg.]
πολύβουος [agg.] πολυδουλεμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: