Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πολεμοφόδια [s. nt. pl.] πολίτης {πολίτιδ-ο...
πολεμοχαρής {πολεμοχαρ... πολιτικά [s. nt. pl.]
πολεμώ [-άς, -ά] ... πολιτικά [avv.]
πολεοδομία [s. femm.] πολιτικάντης {κ. πολιτι...
πολεοδομικός [agg.] πολιτική [s. femm.]
πολεοδόμος [s. masch. e femm.] πολιτικιά [s. femm.]
πολεομορφισμός [s. masch.] πολιτικοποίηση {-ης κ. -ή...
πόλη {-ης κ. -ε... πολιτικοποιώ {πολιτικοπ...
πολικός [agg.] πολιτικός [agg.]
πολικότητα {χωρ. πληθ... πολιτικός [s. masch. e femm.]
πολιομυελίτιδα {χωρ. πληθ... πολιτισμένος [agg.]
πολιορκημένος [agg.] πολιτισμός [s. masch.]
πολιορκητής [s. masch.] πολιτιστικά [avv.]
πολιορκητικός [agg.] πολιτιστικός [agg.]
πολιορκία {πολιορκιώ... πολιτογράφηση {-ης κ. -ή...
πολιορκώ {πολιορκεί... πολιτογραφούμαι [v. pass.]
πολιός [agg.] πολιτογραφώ {πολιτογρα...
πολιούχος [s. masch. e femm.] πολιτοκός [agg.]
πόλισμαν ο πληθ. πο... πολιτοφύλακας {πολιτοφυλ...
πολίστας [s. masch.] πολιτοφυλακή {χωρ. πληθ...
Πολίστρια [s. femm.] πολίχνη {πολιχνών}
πολιτεία {πολιτειών... πολλαπλασιάζομαι [v. pass.]
πολίτες [s. masch. pl.] πολλαπλασιάζω {πολλαπλασ...
πολίτευμα {πολιτεύμ-... πολλαπλασιασμένος [agg.]
πολιτευτής [s. masch.] πολλαπλασιασμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: