Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πόθος [s. masch.] ποικίλος [agg.]
ποθούμενα [s. nt. pl.] ποικιλόσχημος [agg.]
ποθούμενο [s. nt.] ποικιλότητα {ποικιλοτή...
ποθώ {ποθείς...... ποικιλοχρωμία [s. femm.]
ποθών [agg.] ποικιλόχρωμος [agg.]
ποια [pron.] ποίκιλση {-ης κ. -ί...
ποιανού [pron.] ποίκιλσις [s. femm.]
ποιανού? [int.] ποικιλώνυμος [agg.]
ποιες [pron.] ποιμαίνω (ποίμ-ανα)
ποίημα {ποιήμ-ατο... ποιμενάρχης {ποιμεναρχ...
ποιηματάκι [s. nt.] ποιμένας [s. masch.]
ποίηση {-ης κ. -ή... ποιμενικό [s. nt.]
ποιητάκος [s. masch.] ποιμενικός [agg.]
ποιητάρης {ποιητάρηδ... ποιμήν [s. masch.]
ποιητής {ποιητριών... ποίμνη {ποιμνών}
ποιητική [s. femm.] ποίμνιο {ποιμνί-ου...
ποιητικός [agg.] ποιμνιοβοσκή [s. femm.]
ποιητικότητα [s. femm.] ποιμνιοστάσιο {ποιμνιοστ...
ποιήτρια [s. femm.] ποιμνιοτρόφος [s. masch.]
ποικιλία {ποικιλιών... ποινή [s. femm.]
ποικίλλω {αόρ. ποίκ... ποινικολογικός [agg.]
ποίκιλμα {ποικίλμ-α... ποινικολόγος [s. masch. e femm.]
ποικιλμένος [agg.] ποινικοποίηση [s. femm.]
ποικιλομορφία [s. femm.] ποινικοποιώ [v. trans.]
ποικιλόμορφος [agg.] ποινικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: