Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ποδόλουτρο [s. nt.] πόθος [s. masch.]
ποδοπάτημα [s. nt.] ποθούμενα [s. nt. pl.]
ποδοπατώ {ποδοπατ-ά... ποθούμενο [s. nt.]
ποδοπέδη {ποδοπεδών... ποθώ {ποθείς......
ποδόπληκτρο {ποδοπλήκτ... ποθών [agg.]
ποδοσφαιράκι {χωρ. γεν.... ποια [pron.]
ποδοσφαιρικός [agg.] ποιανού [pron.]
ποδοσφαιριστής {ποδοσφαιρ... ποιανού? [int.]
ποδόσφαιρο {ποδοσφαίρ... ποιες [pron.]
ποδότης [s. masch.] ποίημα {ποιήμ-ατο...
ποδόφρενο {ποδοφρέν-... ποιηματάκι [s. nt.]
πόζα {χωρ. γεν.... ποίηση {-ης κ. -ή...
ποζάρισμα [s. nt.] ποιητάκος [s. masch.]
ποζάρω {πόζαρα κ.... ποιητάρης {ποιητάρηδ...
ποζάτος [agg.] ποιητής {ποιητριών...
ποζιτιβισμός [s. masch.] ποιητική [s. femm.]
ποζιτιβιστής [s. masch.] ποιητικός [agg.]
ποζιτρόνιο {ποζιτρονί... ποιητικότητα [s. femm.]
ποθεινός [agg.] ποιήτρια [s. femm.]
πόθεν [avv.] ποικιλία {ποικιλιών...
ποθερός [agg.] ποικίλλω {αόρ. ποίκ...
ποθητός [agg.] ποίκιλμα {ποικίλμ-α...
ποθοπλάνταγμα [s. nt.] ποικιλμένος [agg.]
ποθοπλαντάζω {ποθοπλάντ... ποικιλομορφία [s. femm.]
ποθοπλάνταχτος [agg.] ποικιλόμορφος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: