Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ποδάρι {ποδαρ-ιού... ποδόλουτρο [s. nt.]
ποδέτης [s. masch.] ποδοπάτημα [s. nt.]
ποδηγέτης [s. masch.] ποδοπατώ {ποδοπατ-ά...
ποδηγετώ {ποδηγετεί... ποδοπέδη {ποδοπεδών...
ποδηλασία {χωρ. πληθ... ποδόπληκτρο {ποδοπλήκτ...
ποδηλατάδικο [s. nt.] ποδοσφαιράκι {χωρ. γεν....
ποδηλάτης {ποδηλατών... ποδοσφαιρικός [agg.]
ποδηλατικός [agg.] ποδοσφαιριστής {ποδοσφαιρ...
ποδηλατιστής {ποδηλατισ... ποδόσφαιρο {ποδοσφαίρ...
ποδήλατο {ποδηλάτ-ο... ποδότης [s. masch.]
ποδηλατοδρομία {ποδηλατοδ... ποδόφρενο {ποδοφρέν-...
ποδηλατοδρόμιο {ποδηλατοδ... πόζα {χωρ. γεν....
ποδηλατόδρομος {ποδηλατοδ... ποζάρισμα [s. nt.]
ποδηλατώ {ποδηλατεί... ποζάρω {πόζαρα κ....
πόδημα [s. nt.] ποζάτος [agg.]
πόδι {ποδ-ιού |... ποζιτιβισμός [s. masch.]
ποδιά [s. femm.] ποζιτιβιστής [s. masch.]
ποδίσκος [s. masch.] ποζιτρόνιο {ποζιτρονί...
πόδισμα [s. nt.] ποθεινός [agg.]
ποδοβολή [s. femm.] πόθεν [avv.]
ποδοβόλημα [s. nt.] ποθερός [agg.]
ποδοβολητό [s. nt.] ποθητός [agg.]
ποδόγυρος [s. masch.] ποθοπλάνταγμα [s. nt.]
ποδοκρότημα [s. nt.] ποθοπλαντάζω {ποθοπλάντ...
ποδοκυλώ {ποδοκυλάς... ποθοπλάνταχτος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: