Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
πλισέ [agg.] πλουραλιστικός [agg.]
πλισές {πλισέδες} πλούσια [avv.]
πλοηγίδα [s. femm.] πλουσιοπάροχα [avv.]
πλοηγίς [s. femm.] πλουσιοπάροχος [agg.]
πλοηγός [s. masch.] πλούσιος [agg.]
πλοηγώ {πλοηγείς.... πλουσιότατος [s. masch.]
πλοία [s. nt. pl.] πλουταίνω {πλούτυνα}...
πλοιάριο [s. nt.] πλούτη [s. femm.]
πλοίαρχος {πλοιάρχ-ο... πλουτίζω {πλούτισ-α...
πλόιμος [agg.] πλουτισμός [s. masch.]
πλοϊμότητα [s. femm.] πλουτοκράτης {πλουτοκρα...
πλοίο [s. nt.] πλουτοκρατία {χωρ. πληθ...
πλοκάμι {πλοκαμ-ιο... πλουτοκρατικός [agg.]
πλόκαμος {πλοκάμ-ου... πλούτος {πλούτη κ....
πλοκή [s. femm.] πλουτοφόρος [agg.]
πλοκός [s. masch.] πλουτώ [-είς, -εί...
πλόσκα [s. femm.] Πλούτωνας ο (χωρίς π...
πλουμίδι {πλουμιδ-ι... πλουτωνικός [agg.]
πλουμίδια [s. femm.] πλουτώνιος [agg.]
πλουμίζω {πλούμισ-α... πλοχμός [s. masch.]
πλούμισμα [s. nt.] πλυντήριο {πλυντηρί-...
πλουμισμένος [agg.] πλύντης {πλυντών}
πλουμιστός [agg.] πλύνω (έπλυνα, π...
πλουραλισμός [s. masch.] πλύση {-ης κ. -ε...
πλουραλιστής [s. masch.] πλύσιμο {πλυσίμ-ατ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: